- κατσικοκλέφτης
- ο θηλ. κατσικοκλέφτρα αυτός που κλέβει κατσίκια, ζωοκλέφτης: Υπάρχουν ακόμη κατσικοκλέφτες σε μερικές περιοχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσικοκλέφτης — ο, θηλ. κατσικοκλέφτρα 1. κλέφτης κατσικών 2. ζωοκλέφτης … Dictionary of Greek
αιγοκλέφτης — ο κλέφτης αιγών, κατσικοκλέφτης … Dictionary of Greek
εριφοκλόπος — ἐριφοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει ερίφια, ο κατσικοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριφος + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)] … Dictionary of Greek